Το τεστ Παπανικολάου είναι μία εξέταση που γίνεται για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας (διαβάστε επίσης Το τεστ Παπανικολάου). Στόχος της είναι να ανιχνευθούν κύτταρα στον τράχηλο της μήτρας που παρουσιάζουν αλλοιώσεις. Αυτές οι μεταβολές των κυττάρων δεν αντιπροσωπεύουν πάντα προ-καρκινικές αλλοιώσεις. Συχνότερα είναι ήπιες παροδικές αλλοιώσεις οι οποίες συνήθως υποχωρούν χωρίς αγωγή με την βοήθεια των φυσικών αμυντικών μηχανισμών του σώματος.

 

Ποιες κατηγορίες αλλοιώσεων παρατηρούμε στο τεστ Παπανικολάου;

Ανάλογα με τον τύπο και την βαρύτητα των κυτταρικών αλλοιώσεων στο τεστ Παπανικολάου διακρίνουμε τις παρακάτω κατηγορίες:

  • Άτυπα πλακώδη κύτταρα απροσδιορίστου σημασίας (ASCUS: atypical squamous cells of undetermined significance):

Πρόκειται για πλακώδη κύτταρα που ενώ δεν έχουν φυσιολογική εμφάνιση, δεν έχουν σαφή χαρακτηριστικά προ-καρκινικής αλλοίωσης. Έτσι, όπως υποδηλώνει και το όνομα τους, η ακριβής φύση των αλλοιώσεων δεν μπορεί να προσδιορισθεί μόνο με το τεστ Παπανικολάου. Αν και συνήθως πρόκειται για ήπιες αλλοιώσεις, κίνδυνος παρουσίας προ-καρκινικών κυττάρων υπάρχει στο 18% των περιπτώσεων.

  • Άτυπα πλακώδη κύτταρα – Υψηλόβαθμη αλλοίωση δεν μπορεί να αποκλειστεί (ASCH: atypical squamous cellshigh):

Στην περίπτωση αυτή η πιθανότητα ύπαρξης υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακής βλάβης στον τράχηλο είναι μεγαλύτερη και δεν μπορεί να αποκλειστεί από το τεστ Παπανικολάου μόνο. Κίνδυνος παρουσίας προ-καρκινικών κυττάρων υπάρχει στο 35% των περιπτώσεων.

  • Χαμηλού βαθμού πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες (LGSIL: lowgrade squamous intraepithelial lesions):

Σε αυτή την περίπτωση τα κύτταρα εμφανίζουν σαφώς ελαφρές ανωμαλίες. Η αιτία των αλλοιώσεων σε αυτήν την περίπτωση αποδίδεται στην λοίμωξη από κάποιο τύπο ιού των κονδυλωμάτων (HPV χαμηλού ή υψηλού κινδύνου). Ο κίνδυνος παρουσία προ-καρκινικών κυττάρων σε αυτές τις περιπτώσεις φτάνει στο 19% των περιπτώσεων.

  • Υψηλού βαθμού πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες (HGSIL: high-grade squamous intraepithelial lesions):

Εδώ το αποτέλεσμα αναφέρεται σε μετρίου έως σοβαρού βαθμού αλλαγές στην μορφολογία των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας. Ο κίνδυνος αυτές οι αλλοιώσεις να σηματοδοτούν την παρουσία προ-καρκινικών κυττάρων φτάνει στο 71% των περιπτώσεων και η παρουσία καρκινικών κυττάρων τελικά, διαπιστώνεται στο 7% αυτών των καταστάσεων.

  • Άτυπα αδενικά κύτταρα (AGC: abnormal glandular cells):

Τα αδενικά κύτταρα υπάρχουν στο εσωτερικό του τραχήλου της μήτρας (ενδοτραχηλικό κανάλι). Αδενικά κύτταρα επίσης βρίσκουμε στο εσωτερικό της μήτρας (ενδομήτριο), στην σάλπιγγα και στην ωοθήκη. Όταν διαπιστωθεί η παρουσία άτυπων αδενικών κυττάρων το πρόβλημα μπορεί να αφορά και περιοχές και πέρα από τον τράχηλο της μήτρας.

  • Καρκινικά πλακώδη κύτταρα (SCC: squamous cell carcinoma):

Ο καρκίνος από πλακώδη κύτταρα του τραχήλου της μήτρας αντιπροσωπεύει την πιο συχνή μορφή καρκίνου του τραχήλου. Η παρουσία καρκινικών κυττάρων στο τεστ Παπανικολάου είναι ένα πολύ σπάνιο εύρημα ευτυχώς. Συμβαίνει μόνο σε 1-2 στα 10.000 τεστ Παπανικολάου.

 

Πως αντιμετωπίζονται τα παθολογικά τεστ Παπανικολάου;

Το τεστ Παπανικολάου είναι ένα screening test, δηλαδή ένας έλεγχος διαλογής. Με λίγα λόγια είναι μια μέθοδος που βοηθά να βρούμε σε ποιες περιπτώσεις ο κίνδυνος εμφάνισης ενός προβλήματος είναι μεγαλύτερος. Εδώ συγκεκριμένα πρόκειται για τις προ-καρκινικές αλλοιώσεις του τραχήλου μήτρας. Στη συνέχεια εφαρμόζουμε κατάλληλα διαγνωστικά τεστ για να αποκαλύψουμε την ακριβή φύση και την έκταση του προβλήματος.

Λόγω της φύσεως της εξέτασης, το τεστ Παπανικολάου δεν είναι σε θέση με ακρίβεια πάντα να προσδιορίσει τον τύπο των αλλοιώσεων που παρουσιάζουν τα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας. Σκοπός του τεστ είναι να μας υποδείξει, ανάλογα με τα ευρήματα, σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να προβούμε σε επιπλέον εξετάσεις. Στόχος των συμπληρωματικών εξετάσεων είναι τελικά είναι να διαγνώσουμε με ακρίβεια τις προ-καρκινικές αλλοιώσεις (HGSIL) και να τις αντιμετωπίσουμε. Σε γυναίκες λοιπόν, που διαπιστώθηκαν παθολογικά αποτελέσματα σε ένα τεστ Παπανικολάου χρειάζεται να κάνουν περαιτέρω εξετάσεις.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα οι συστάσεις που γίνονται, σε γενικές γραμμές, αναφέρονται παρακάτω. Εννοείται ότι ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τις κάθε περίπτωσης μπορεί να υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο θεράπων ιατρός που έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης είναι σε θέση να καθορίσει ένα «πλάνο ενεργειών» κατάλληλο για την κάθε περίσταση.

  • Άτυπα πλακώδη κύτταρα απροσδιορίστου σημασίας (ASCUS: atypical squamous cells of undetermined significance):

Η διαχείριση αυτών των αποτελεσμάτων διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας.

Σε γυναίκες που είναι ηλικίας 30 ετών και άνω υπάρχουν 2 επιλογές:

  1. Επανάληψη του τεστ Παπανικολάου σε 6-12 μήνες. Αν η νέα εξέταση είναι φυσιολογική, η γυναίκα μπορεί να επιστρέψει στον κανονικό προσυπτωματικό έλεγχο. Αν βρεθεί πάλι κάποια αλλοίωση τότε πρέπει να γίνει κολποσκόπηση.
  2. Εξέταση για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV-DNA τεστ). Η λοίμωξη από τον ιό HPV είναι η αιτία όλων σχεδόν καρκίνων του τραχήλου της μήτρας. Υπάρχουν πολλά στελέχη του HPV και περίπου 40 από αυτά μπορούν να μολύνουν τον τράχηλο της μήτρας. Μόνο 15 από αυτά θεωρούνται υψηλού κινδύνου και είναι πιθανό να προκαλέσουν προ-καρκινική βλάβη στον τράχηλο της μήτρας ή ακόμη και καρκίνο. Το HPV-DNA τεστ γίνετε με σκοπό να ανιχνεύσει αυτά τα στελέχη υψηλού κινδύνου. Γυναίκες που είναι θετικές για υψηλού κινδύνου HPV λοίμωξη θα πρέπει να κάνουν κολποσκόπηση (επισκόπηση του τραχήλου χρησιμοποιώντας κάποιου είδους μικροσκόπιο). Οι γυναίκες που είναι αρνητικές για τον HPV δεν είναι πιθανό να έχουν προ-καρκινικές αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται ένα επαναληπτικό τεστ Παπανικολάου σε ένα έτος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ASCUS εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Σε γυναίκες ηλικίας μικρότερη των 30 ετών:

Το HPV-DNA τεστ δεν συστήνεται σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Αυτό συμβαίνει επειδή η HPV λοίμωξη είναι συχνή σε νεαρές γυναίκες, αλλά συχνά δεν τις επηρεάζει μακροπρόθεσμα και συνήθως υποχωρεί αυτόματα χωρίς να προκαλεί προ-καρκινικές βλάβες ή καρκίνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις συστήνεται επανάληψη του τεστ Παπανικολάου σε 6-12 μήνες. Αν η νέα εξέταση είναι φυσιολογική, η γυναίκα μπορεί να επιστρέψει στον κανονικό προσυπτωματικό έλεγχο. Αν βρεθεί πάλι κάποια αλλοίωση τότε πρέπει να γίνει κολποσκόπηση

  • Άτυπα πλακώδη κύτταρα – Υψηλόβαθμη αλλοίωση δεν μπορεί να αποκλειστεί (ASCH: atypical squamous cellshigh):

Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση της κατάστασης με κολποσκόπηση.

  • Χαμηλού βαθμού πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες (LGSIL: lowgrade squamous intraepithelial lesions):

Όπως αναφέρεται πιο πάνω στο 19% των περιπτώσεων που έχουμε αυτό το αποτέλεσμα στο τεστ Παπανικολάου, βρίσκονται τελικά προ-καρκινικά κύτταρα στην τελική εξέταση (βιοψία).

Και σε αυτές τις περιπτώσεις η κατάσταση αξιολογείται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ηλικία.

Για τις γυναίκες ηλικίας 30 ετών και άνω υπάρχουν 2 επιλογές:

  1. Παραπομπή για κολποσκόπηση. Αν η εξέταση αυτή δεν δείξει πρόβλημα, επανεξέταση συστήνεται σε ένα χρόνο με τεστ Παπανικολάου και ίσως νέα κολποσκόπηση.
  2. Διενέργεια HPV-DNA τεστ. Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό (παρουσία τύπου ιού υψηλού κινδύνου) τότε συστήνεται κολποσκόπηση. Αν η εξέταση δεν ανιχνεύσει υψηλού κινδύνου HPV τότε συστήνεται επανεξέταση σε 1 χρόνο με τεστ Παπανικολάου και ίσως νέα εξέταση με HPV-DNA τεστ.

Σε γυναίκες ηλικίας μικρότερη των 30 ετών:

Όπως αναφέρεται παραπάνω το HPV-DNA τεστ δεν συστήνεται σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Ανάλογα με την ιδιαιτερότητα κάθε περίπτωσης ο ιατρός μπορεί να συστήσει σε αυτές τις περιπτώσεις άμεση κολποσκόπηση ή επανάληψη του τεστ Παπανικολάου σε 6 μήνες.

  • Υψηλού βαθμού πλακώδεις ενδοεπιθηλιακές βλάβες (HGSIL: high-grade squamous intraepithelial lesions):

Σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των περιπτώσεων βρίσκουμε προ-καρκινικά κύτταρα (71%). Η έγκαιρη αντιμετώπιση με την αφαίρεση της βλάβης, όπου είναι απαραίτητο, προλαμβάνει την εξέλιξη σε κακοήθεια.

Όταν έχουμε λοιπόν τέτοια αποτελέσματα στο τεστ Παπανικολάου συστήνεται έλεγχος με κολποσκόπηση για ακριβέστερη διάγνωση της φύσεως των αλλοιώσεων. Η κολποσκόπηση αναδεικνύει τις περιοχές του τραχήλου που υπάρχει το πρόβλημα, προσδιορίζει την έκτασή του και βοηθά στην λήψη εντοπισμένων βιοψιών που θα διαγνώσουν οριστικά την φύση των αλλοιώσεων.

  • Άτυπα αδενικά κύτταρα (AGC: abnormal glandular cells):

Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητο να γίνεται κολποσκόπηση για τον έλεγχο του τραχήλου της μήτρας. Επειδή αδενικά κύτταρα υπάρχουν και στο εσωτερικό της μήτρας (ενδομήτριο), ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να ελεγχθεί και αυτό με λήψη βιοψίας. Η βιοψία του ενδομητρίου μπορεί να γίνει και στο ιατρείο. Με την χρήση μιας λεπτής πλαστικής αναρρόφησης (pipelle de Cornier) ο ιατρός συλλέγει κύτταρα από το εσωτερικό της μήτρας και τα στέλνει για ιστολογική εξέταση. Υπερηχογραφικός έλεγχος σαλπίγγων και ωοθηκών συστήνεται επίσης σε τέτοιες περιπτώσεις.

  • Καρκινικά πλακώδη κύτταρα (SCC: squamous cell carcinoma):

Σε περίπτωση που βρεθούν καρκινικά κύτταρα στο τεστ Παπανικολάου η άμεση κολποσκόπηση σε συνδυασμό με λήψη βιοψίας είναι επιβεβλημένη. Χρειάζεται επίσης, άμεση παραπομπή για περαιτέρω εξετάσεις και θεραπεία.

 

Ειδικές περιπτώσεις.

  • Εγκυμοσύνη.

Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων ενός παθολογικού τεστ Παπανικολάου στην εγκυμοσύνη βασίζεται σε δύο αρχές:

  1. Πρώτα οφείλουμε να εκτιμήσουμε σωστά τον κίνδυνο να υπάρχουν προ-καρκινικές αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας.
  2. Παράλληλα να αποφύγουμε τις επιπλοκές που μπορεί να προκληθούν στην εγκυμοσύνη. Σε έγκυες γυναίκες, για παράδειγμα, μια βιοψία του τραχήλου γίνεται μόνο εάν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ύπαρξης προ-καρκινικών αλλοιώσεων.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν η αντιμετώπιση δεν αλλάζει σημαντικά. Όπου κρίνεται απαραίτητο το τεστ Παπανικολάου επαναλαμβάνεται αμέσως μετά το τέλος της κύησης. Η κολποσκόπηση επιτρέπεται αλλά βιοψία παίρνεται μόνο επί μεγάλης υποψίας ύπαρξης σοβαρής βλάβης.

  • Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση η διαχείριση ενός παθολογικού τεστ Παπανικολάου δεν αλλάζει, με μια όμως σημαντική εξαίρεση. Αν το τεστ δείξει ASCUS αυτό θα πρέπει συνεχίζει να θεωρείται παθολογικό αποτέλεσμα ακόμη και αν το HPV-DNA τεστ είναι αρνητικό. Σε αυτήν την περίπτωση η κατάσταση θα πρέπει να επαναξιολογείται σε ένα χρόνο, με τεστ Παπανικολάου και HPV-DNA τεστ.

Επισημαίνεται, ότι ο προληπτικός έλεγχος για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες μπορεί να σταματά μετά την ηλικία των 65 ετών, εάν ισχύουν και οι 3 παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. Έκαναν τακτικά τεστ μέχρι την ηλικία των 65.
  2. Είχαν φυσιολογικά αποτελέσματα στα τελευταία 3 τεστ στη σειρά.
  3. Δεν είχαν παθολογικό αποτέλεσμα σε τεστ Παπανικολάου τα τελευταία 10 χρόνια.

 

Παθολογικό τεστ Παπανικολάου.

Συνοπτικός πίνακας αντιμετώπισης.

 

Αποτέλεσμα

τεστ Παπανικολάου

Πιθανότητα

σοβαρής

αλλοίωσης

Αντιμετώπιση
ASCUS Έως 18% >30 ετών

Επανάληψη τεστ Παπ σε 6-12 μήνες

HPV-DNA τεστ

<30 ετών

Επανάληψη τεστ Παπ σε 6-12 μήνες

ASC-H Έως 35% Κολποσκόπηση
LGSIL Έως 19% >30 ετών

Κολποσκόπηση

HPV-DNA τεστ

<30 ετών

Κολποσκόπηση

Επανάληψη τεστ Παπ σε 6-12 μήνες

HGSIL  Έως 78% Κολποσκόπηση
AGC Μεγάλη Κολποσκόπηση

Βιοψία ενδομητρίου

SCC Πολύ μεγάλη Κολποσκόπηση και βιοψία

 

 

Περισσότερες Πληροφορίες

www.uptodate.com

www.cancer.org

www.acog.org

www.asccp.org

Το παραπάνω ενημερωτικό κείμενο περιέχει γνώμες και πληροφορίες για θέματα σχετικά με την υγεία της γυναίκας. Δεν υπαγορεύει κάποιον αποκλειστικό τρόπο για την αντιμετώπιση ενός θέματος υγείας και δεν αποκλείει άλλους αποδεκτούς τρόπους θεραπείας.

Ο γιατρός σας είναι η καλύτερη πηγή πληροφοριών για τις ερωτήσεις και τις ανησυχίες που σχετίζονται με το ιατρικό σας πρόβλημα.