Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει εγκυμοσύνη μετά από ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη, σε γυναίκες κάτω των 35 ετών ή μετά από έξι μήνες, σε γυναίκες άνω των 35 ετών. Η υπογονιμότητα είναι μια συνηθισμένη κατάσταση: κάθε χρόνο, περίπου το 15% των ζευγαριών που προσπαθούν να συλλάβουν δεν το καταφέρνουν.

 

Τα αίτια της υπογονιμότητας.

Η ικανότητα ενός ζευγαριού να επιτύχει εγκυμοσύνη εξαρτάται από την φυσιολογική γονιμότητα τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας.

Τα αίτια της υπογονιμότητας είναι συνήθως πολύπλοκα αλλά γνωρίζουμε ότι:

  • στο 35% των περιπτώσεων υπάρχει πρόβλημα στο σπέρμα.
  • στο 35% το πρόβλημα εντοπίζεται στις σάλπιγγες.
  • στο 15% υπάρχει διαταραχή στην διαδικασία της ωοθυλακιορρηξίας.
  • σε ένα υψηλό ποσοστό 10% όπου δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε την αιτία (ανεξήγητη υπογονιμότητα).
  • σε ένα 5% εντοπίζουμε πιο σπάνια αίτια.

Σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων (35-40%) η βρίσκουμε προβλήματα τόσο στον άντρα όσο και στην γυναίκα.

Επειδή η εγκυμοσύνη απαιτεί φυσιολογική γονιμότητα και στον άντρα και στην γυναίκα ο γιατρός οφείλει να εξετάσει και τους δυο συντρόφους.

 

Διερεύνηση της υπογονιμότητας στον άντρα.

Η γονιμότητα στους άνδρες απαιτεί την καλή λειτουργία του υποθαλάμου και της υπόφυσης, που βρίσκονται στον εγκέφαλο, καθώς και των όρχεων. Πολλοί διαφορετικοί παράγοντες μπορεί να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα. Η διερεύνηση της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να υποδείξει μια υποκείμενη αιτία, η οποία μπορεί να οδηγήσει και στην θεραπεία. Στην διερεύνηση συνήθως αρχίζουμε με ένα ιατρικό ιστορικό, φυσική εξέταση, και εξέταση σπέρματος. Μπορεί όμως να χρειαστούν και άλλες εξετάσεις οι οποίες συνήθως καθορίζονται σε συνεργασία με ιατρό ουρολόγο.

Ιστορικό

Το προηγούμενο ιατρικό ιστορικό είναι σημαντικό στη διαδικασία της εκτίμησης. Ο γιατρός θα ρωτήσει σχετικά με την ανάπτυξη στην παιδική ηλικία, την σεξουαλική ανάπτυξη κατά την εφηβεία, το ιστορικό των επαφών, πιθανές ασθένειες και λοιμώξεις, χειρουργικές επεμβάσεις, φάρμακα που παίρνει, έκθεση σε ορισμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες (αλκοόλ, ακτινοβολία, στεροειδή, χημειοθεραπεία, και τοξικές χημικές ουσίες). Θα ενδιαφερθεί επίσης για προηγούμενες εξετάσεις και πιθανή επίτευξη κύησης στο παρελθόν (ίσως με άλλη σύντροφο).

Κλινική εξέταση

Η κλινική εξέταση συνήθως περιλαμβάνει μέτρηση του ύψους και του βάρους, την εκτίμηση κατανομής του σωματικού λίπους και των μυών, επισκόπηση του δέρματος και των μαλλιών, και οπτική εξέταση των γεννητικών οργάνων και του στήθους.

Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε περιπτώσεις ανεπάρκειας τεστοστερόνης, στην οποία μπορεί να υπάρχουν κάποια ευρήματα όπως, έλλειψη τριχοφυΐας προσώπου και μείωση στο μέγεθος των όρχεων.

Άλλες καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα περιλαμβάνουν:

  • Την κιρσοκήλη, μια μεγάλη διεύρυνση της φλέβας του όρχεως.
  • Απουσία σπερματικού πόρου ή πάχυνση της επιδιδυμίδας.

Εξέταση σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα)

Η ανάλυση σπέρματος (σπερμοδιάγραμμα) είναι απαραίτητη στην διαδικασία διερεύνησης της υπογονιμότητας. Η ανάλυση αυτή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα του σπέρματος, τον αριθμό, την κινητικότητα, και τη μορφολογία των σπερματοζωαρίων.

Ο άντρας θα πρέπει να αποφεύγει την εκσπερμάτιση (το σεξ και τον αυνανισμό) για δύο έως έξι ημέρες πριν από την συλλογή του δείγματος του σπέρματος. Στην ιδανική περίπτωση, ένα δείγμα θα πρέπει να συλλέγεται στο εργαστήριο μετά από αυνανισμό. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, ο άνθρωπος μπορεί να συλλέξει ένα δείγμα στο σπίτι σε ένα αποστειρωμένο δοχείο ή σε ένα χωρίς χημικές ουσίες προφυλακτικό. Το δείγμα θα πρέπει να παραδοθεί στο εργαστήριο μέσα σε μία ώρα από τη συλλογή. Λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με την διαδικασία και τις προϋποθέσεις υπάρχουν σε ειδικό ενημερωτικό φυλλάδιο.

Εάν η αρχική ανάλυση του σπέρματος δεν έχει φυσιολογικά αποτελέσματα είναι απαραίτητη η επανάληψη της εξέτασης μετά από 2 μήνες περίπου.

Εξετάσεις αίματος

Οι εξετάσεις αίματος παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις ορμόνες που παίζουν ρόλο στην ανδρική γονιμότητα. Εάν η συγκέντρωση σπέρματος είναι χαμηλή ή ο γιατρός υποψιάζεται ένα ορμονικό πρόβλημα, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση της ολικής τεστοστερόνης, της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της προλακτίνης (ορμόνη της υπόφυσης).

Γενετικές εξετάσεις

Εάν υπάρχει υποψία για γενετικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες, μπορεί να χρειαστούν εξειδικευμένες εξετάσεις αίματος για να ελεγχθεί εάν απουσιάζουν τμήματα ή υπάρχουν ανωμαλίες στο Υ χρωμόσωμα που υπάρχει μόνο στον άντρα. Μερικοί άνδρες κληρονομούν γονίδια που σχετίζονται με την κυστική ίνωση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα λόγω χαμηλού αριθμού σπερματοζωαρίων. Ωστόσο, αυτοί οι άνδρες δεν έχουν τα άλλα συνήθη συμπτώματα της κυστικής ίνωσης που αφορούν τον πνεύμονα ή το έντερο.

Αν και οι θεραπείες υπογονιμότητας μπορεί να είναι σε θέση να ξεπεράσουν γενετικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες, υπάρχει η πιθανότητα μεταφοράς του προβλήματος στο παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση συνιστάται η γενετική συμβουλευτική ώστε να ενημερωθεί το ζευγάρι σχετικά με τη πιθανότητα μετάδοσης.

Άλλες εξετάσεις

Εάν υπάρχει υποψία απόφραξης στην επιδιδυμίτιδα ή τον σπερματικό πόρο χρειάζεται να γίνει ένα υπερηχογράφημα.

Εάν υπάρχει υποψία παλίνδρομης εκσπερμάτισης (είσοδος του σπέρματος στην ουροδόχο κύστη), απαιτείται μια εξέταση ούρων μετά από εκσπερμάτιση.

Βιοψία όρχεων (συλλογή ενός μικρού δείγματος ιστού όρχεος) συστήνεται στους άνδρες που δεν έχουν σπερματοζωάρια στην ανάλυση σπέρματος. Η βιοψία μπορεί να γίνει είτε με χειρουργική διάνοιξη των όρχεων ή με αναρρόφηση με λεπτή βελόνα (εισάγοντας μια μικρή βελόνα μέσα στους όρχεις και αφαιρώντας ένα δείγμα του ιστού). Η ανοικτή βιοψία γίνεται συνήθως στο χειρουργείο με γενική αναισθησία, ενώ η αναρρόφηση με λεπτή βελόνα μπορεί να γίνει με τοπική αναισθησία στο ιατρείο. Η βιοψία επιτρέπει στον ιατρό να εξετάσει την μικροσκοπική δομή των όρχεων και να καθορίσει εάν το σπέρμα είναι παρών. Η ύπαρξη παραγωγής σπερματοζωαρίων στους όρχεις, όταν δεν ανιχνεύονται στην εκσπερμάτωση δείχνει μπλοκάρισμα στο αναπαραγωγικό σύστημα.

 

Διερεύνηση της υπογονιμότητας στην γυναίκα.

Αν και υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία εξετάσεων για την εκτίμηση της υπογονιμότητας στη γυναίκα συνήθως δεν είναι απαραίτητο να γίνονται όλες. Ο ιατρός συνήθως ξεκινά με ένα ιατρικό ιστορικό, μια λεπτομερή κλινική εξέταση, και ορισμένες προκαταρκτικές εξετάσεις. Ανάλογα με τα ευρήματα καθορίζεται στην πορεία εάν χρειάζονται περαιτέρω εξετάσεις.

Ιατρικό ιστορικό

Το προηγούμενο ιατρικό ιστορικό μπορεί να παρέχει κάποιες ενδείξεις για την αιτία της υπογονιμότητας. Ο ιατρός θα ρωτήσει σχετικά με την ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας, την σεξουαλική ανάπτυξη κατά την εφηβεία, το ιστορικό των σεξουαλικών επαφών, πιθανές ασθένειες και λοιμώξεις, χειρουργικές επεμβάσεις, φάρμακα που χρησιμοποιούνται, έκθεση σε ορισμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες (αλκοόλ, ακτινοβολία, στεροειδή, χημειοθεραπεία, και τοξικές χημικές ουσίες). Θα αναζητηθούν προηγούμενες εξετάσεις που τυχόν έχουν γίνει και αφορούν την υπογονιμότητα.

Το ιστορικό της περιόδου (έμμηνος ρύση)

Η αμηνόρροια (απουσία εμμήνου ρύσης) σημαίνει συνήθως και απουσία της ωοθυλακιορρηξίας, και μπορεί να είναι η αιτία της υπογονιμότητας. Ολιγομηνόρροια (ακανόνιστη και αραιή έμμηνος ρύση) μπορεί να είναι ένα σημάδι ακανόνιστης ωοθυλακιορρηξίας. Αν και η ολιγομηνόρροια δεν αποκλείει την εγκυμοσύνη, μπορεί να μειώνει τις πιθανότητες να μείνετε έγκυος.

Κλινική εξέταση

Η κλινική εξέταση συνήθως περιλαμβάνει μια γενική εξέταση, με ιδιαίτερη προσοχή σε πιθανά σημάδια ορμονικών διαταραχών ή σημάδια για άλλες καταστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την γονιμότητα. Ο ιατρός θα εκτελέσει επίσης μια γυναικολογική εξέταση, για να εντοπιστούν τυχόν ανωμαλίες του αναπαραγωγικού συστήματος και σημάδια ορμονικής.

Εξετάσεις αίματος

Οι εξετάσεις αίματος παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα διαφόρων ορμονών που παίζουν ρόλο στην γυναικεία γονιμότητα. Στην γυναίκα οι βασικές ορμόνες παράγονται από τον υποθάλαμο, την υπόφυση, και τις ωοθήκες. Αυτές οι ορμόνες περιλαμβάνουν την ωοθυλακιοτρόπο ορμόνη (FSH), την ωχρινοτρόπος (LH) και την οιστραδιόλη ώστε να αξιολογηθεί η λειτουργία των ωοθηκών. H TSH εκτιμά γενικά την λειτουργία του θυρεοειδούς και η προλακτίνη αξιολογεί την πιθανότητα παρουσίας ενός καλοήθους όγκου της υπόφυσης (προλακτίνωμα). Συνήθως αυτές οι εξετάσεις διενεργούνται σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο σε σχέση με τον κύκλο της γυναίκας.

Εκτίμηση της ωοθυλακιορρηξίας

Η ωοθυλακιορρηξία (η ρήξη του ωοθυλακίου και η απελευθέρωση ενός ωαρίου από μια ωοθήκη) είναι διαδικασία απαραίτητη για τη γονιμότητα. Οι ανωμαλίες της ωοθυλακιορρηξίας μπορεί συχνά να είναι εμφανείς από ιστορικό του κύκλου της γυναίκας (αμηνόρροια ή ολιγομηνόρροια).

Βασική θερμοκρασία του σώματος. Η παρακολούθηση της βασικής θερμοκρασίας του σώματος (που μετράται πριν σηκωθείτε από το κρεβάτι το πρωί) είχε υποστηριχθεί παλιότερα ότι βοηθά, και δείχνει εάν έχει συμβεί ωοθυλακιορρηξία. Η θερμοκρασία μιας γυναίκας αυξάνεται συνήθως κατά μισό με ένα βαθμό Κελσίου μετά την ωοθυλακιορρηξία. Ωστόσο, είναι δύσκολο συνήθως να αξιολογηθεί σωστά και γενικά πιά δεν συνιστάται στην αξιολόγηση της υπογονιμότητας.

Τα επίπεδα ορμονών. Τα επίπεδα της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) αυξάνονται απότομα περίπου 38 ώρες πριν από την ωοθυλακιορρηξία. Αυτή η απότομη αύξηση της ορμόνης μπορεί να ανιχνευθεί χρησιμοποιώντας ένα τεστ ωορρηξίας στο σπίτι (μπορείτε να το προμηθευτείτε από τα φαρμακεία). Ωστόσο, αυτό το κιτ αποτυγχάνει να ανιχνεύσει το αυξητικό κύμα της ορμόνης περίπου στο 15% των περιπτώσεων. Τα επίπεδα αίματος της ορμόνης προγεστερόνης είναι πιο ακριβής δείκτης της ωοθυλακιορρηξίας. Κανονικά, τα επίπεδα της προγεστερόνης αυξάνονται μετά την ωοθυλακιορρηξία. Η μέτρηση των επιπέδων της προγεστερόνης γίνεται 7 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία, συνήθως 20 έως 24 ημέρες μετά την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως.

Υπερηχογραφική παρακολούθηση της ωοθυλακιορρηξίας. Γνωρίζουμε ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του (κυρίαρχου) ωοθυλακίου είναι συνήθως 2 χιλιοστά την ημέρα και η ωοθυλακιορρηξία συμβαίνει όταν το μέγεθος φτάσει στα 20 περίπου χιλιοστά. Παρακολουθώντας υπερηχογραφικά την ανάπτυξη του ωοθυλακίου μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ωοθυλακιορρηξία και να προσδιορίσουμε με μεγάλη ακρίβεια τον χρόνο της

Έλεγχος της μήτρας και των σαλπίγγων

Υπάρχουν ανωμαλίες που αφορούν την δομή της μήτρας και μπορεί να συμβάλλουν στην υπογονιμότητα. Αυτές περιλαμβάνουν συγγενείς (εκ γενετής) ανατομικές ανωμαλίες, όπως είναι το διάφραγμα τα μήτρας (ένα κομμάτι ιστού που μικραίνει την κοιλότητα της μήτρας) τα ινομυώματα, οι πολύποδες και δομικές ανωμαλίες που μπορεί να προκύψουν μετά από γυναικολογικές επεμβάσεις.

Ουλές και απόφραξη των σαλπίγγων μπορεί να προκύψουν μετά από σαλπιγγίτιδα, λόγω ενδομητρίωσης, ή μετά επεμβάσεις στην κοιλιά ή κοιλιακές φλεγμονές όπως η σκωληκοειδίτιδα (που έχουν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία συμφύσεων και ουλών στην πύελο).

Υστεροσαλπιγγογραφία ( ΥΣΓ, HSG)

Η υστεροσαλπιγγογραφία χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στον εντοπισμό δομικών ανωμαλιών που αφορούν την μήτρα ή τις σάλπιγγες. Κατά την διάρκεια της εξέτασης εισάγεται ένας μικρός καθετήρας μέσα από τον τράχηλο της μήτρας. Ένα υγρό που μπορεί να εμφανιστεί στην ακτινογραφία εγχέεται μέσω του καθετήρα. Αυτό γεμίζει την κοιλότητα της μήτρας και τις σάλπιγγες. Διαδοχικές ακτινογραφίες λαμβάνονται μετά την έγχυση του υγρού και αναδεικνύεται το περίγραμμα της μήτρας και των σαλπίγγων καθώς και η διαβατότητά τους. Ασυνήθιστο σχήμα της μήτρας ή απόφραξη στις σάλπιγγες θα είναι ορατή στην ακτινογραφία. Η εξέταση γίνεται ενώ η γυναίκα είναι ξυπνητή και βρίσκεται πάνω σε ένα ακτινολογικό τραπέζι. Οι περισσότερες γυναίκες νιώθουν μια μέτρια έως σοβαρή κράμπα στην περιοχή της πυέλου όταν το υγρό εγχέεται, αλλά αυτό το αίσθημα βελτιώνεται συνήθως μετά από 5 έως 10 λεπτά. Η εξέταση πραγματοποιείται συνήθως 7 έως 14 ημέρες μετά την έμμηνο ρύση (πριν έχει συμβεί ωοθυλακιορρηξία).

[Διαβάστε επίσης Υστεροσαλπιγγογραφία].

Υστεροσκόπηση

Κατά την υστεροσκόπηση, ένα μικρός σωλήνας που περιέχει πηγή φωτός εισάγεται μέσω του τραχήλου της μήτρας. Με αυτόν τον τρόπο απεικονίζεται άμεσα η κοιλότητα της μήτρας και τα στόμια των σαλπίγγων. Η διάταση της μήτρας γίνεται με έγχυση συνήθως υγρού και σπανιότερα αέρα. Η υστεροσκόπηση πραγματοποιείται συνήθως σε γυναίκες που πιστεύεται ότι έχουν μια ανωμαλία στην κατασκευή της μήτρας, με βάση το ιστορικό τους, την υστεροσαλπιγγογραφία, ή το υπερηχογράφημα. Διαγνωστική υστεροσκόπηση μπορεί να γίνει και στο ιατρείο χωρίς αναισθησία ή καταστολή. Αν είναι πιθανό να χρειαστεί και υστεροσκοπική χειρουργική επέμβαση, αυτή εκτελείται συνήθως στα πλαίσια ενός χειρουργείου ημέρας με γενική αναισθησία.

[Διαβάστε επίσης Υστεροσκόπηση].

Κολπικό Υπερηχογράφημα

Κατά την διάρκεια αυτής της εξέτασης, μία μικρή κολπική κεφαλή εισάγεται μέσα στον κόλπο. Αυτό παρέχει μια σαφέστερη εικόνα της μήτρας και των ωοθηκών σε σχέση με ένα υπέρηχο που εκτελείται από την κοιλιά. Δεν απαιτείται αναισθησία και είναι ακίνδυνη διαδικασία. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του μεγέθους και του σχήματος της μήτρας και των ωοθηκών και για να προσδιοριστεί εάν υπάρχουν δομικές ανωμαλίες (όπως ινομυώματα ή κύστεις των ωοθηκών). Εάν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα μπορεί να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις.

Υδροϋπερηχογραφία (Sonohysterography SHG)

Κατά την διαδικασία του κολπικού υπερηχογραφήματος μπορεί να γίνει έγχυση μικρής ποσότητας στείρου υγρού στην κοιλότητα της μήτρας, μέσω ενός μικρού καθετήρα που τοποθετείται στο τραχηλικό στόμιο. Αυτό ενισχύει την απεικόνιση του εσωτερικού της μήτρας.

Λαπαροσκόπηση

Η λαπαροσκόπηση είναι μια χειρουργική διαδικασία και η ασθενής χρειάζεται να λάβει γενική αναισθησία. Ένας λεπτός φωτιζόμενος σωλήνας εισάγεται μέσω μιας μικρής τομής στην κοιλιακή χώρα, επιτρέποντας στον γιατρό να δει τις σάλπιγγες της μήτρας, την μήτρα και τις ωοθήκες. Η λαπαροσκόπηση μπορεί να ανιχνεύσει βλάβες και απόφραξη των σαλπίγγων, την ενδομητρίωση, και άλλες ανωμαλίες των πυελικών δομών. Είναι ο καλύτερος τρόπος διάγνωσης της ενδομητρίωσης και των συμφύσεων στην περιοχή της πυέλου. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της λαπαροσκόπησης είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί και η ενδομητρίωση. Αυτό μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε γυναίκες με υπογονιμότητα που έχουν ενδομητρίωση. Ωστόσο, η λαπαροσκόπηση δεν είναι εξέταση ρουτίνας κατά την διάρκεια της διερεύνησης της υπογονιμότητας και προτείνεται όταν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις.

[Διαβάστε επίσης Λαπαροσκόπηση].

Γενετικές εξετάσεις

Ο γενετικός έλεγχος μπορεί να συστηθεί εάν υπάρχει υποψία ότι γενετικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες συμβάλλουν στην υπογονιμότητα. Οι εξετάσεις αυτές απαιτούν συνήθως ένα μικρό δείγμα αίματος, το οποίο αποστέλλεται σε ειδικό εργαστήριο.

Αν και οι σύγχρονες τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να είναι σε θέση να ξεπεράσουν γενετικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες, υπάρχει η πιθανότητα μεταφοράς μιας γενετικής ανωμαλίας σε ένα παιδί. Η γενετική συμβουλευτική ενημερώνει ένα ζευγάρι σχετικά με την πιθανότητα μετάδοσης στο παιδί μιας τέτοιας διαταραχής, τις πιθανές επιδράσεις της, και τις διαθέσιμες θεραπείες για την πρόληψη της μετάδοσης από το γονέα στο παιδί.

 

Συναισθηματική υποστήριξη κατά την διαδικασία της διερεύνησης της υπογονιμότητας.

Η δυσκολία στην επίτευξη της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία συναισθημάτων όπως: άγχος, κατάθλιψη, θυμό, ντροπή και ενοχή. Σε μια μελέτη, το 40% των ασθενών με υπογονιμότητα υπέφεραν από κάποιας μορφής ψυχολογικά προβλήματα. Συνήθως η διάγνωση ήταν αγχώδης διαταραχή (23%), ακολουθούμενη από σοβαρή κατάθλιψη (17%).

Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μπορεί να υποφέρουν από αυτά τα προβλήματα, τα οποία μπορεί να παρεμποδίσουν περαιτέρω την ικανότητα του ζευγαριού να πετύχει κύηση. Η αποτυχία στην θεραπεία της υπογονιμότητας αυξάνει την ψυχολογική επιβάρυνση. Έχει αποδειχθεί ότι παρεμβάσεις που μειώνουν το στρες σχετίζονται με αυξημένα ποσοστά εγκυμοσύνης. Η καλύτερη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων δεν έχει προσδιοριστεί. Ωστόσο, ορισμένοι ειδικοί προτείνουν τεχνικές χαλάρωσης και διαχείρισης του στρες, εκπαίδευση στην προσαρμογή σε δύσκολες συνθήκες, καθώς και την συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης με το ίδιο πρόβλημα. Μπορεί να απαιτηθεί βοήθεια από ψυχολόγο για ορισμένα άτομα με σημαντικά συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης.

 

Το παραπάνω ενημερωτικό κείμενο περιέχει γνώμες και πληροφορίες για θέματα σχετικά με την υγεία της γυναίκας. Δεν υπαγορεύει κάποιον αποκλειστικό τρόπο για την αντιμετώπιση ενός θέματος υγείας και δεν αποκλείει άλλους αποδεκτούς τρόπους θεραπείας.

Ο γιατρός σας είναι η καλύτερη πηγή πληροφοριών για τις ερωτήσεις και τις ανησυχίες που σχετίζονται με το ιατρικό σας πρόβλημα.